- γαϊτανοφρύδης
- -α, -ικο αυτός που έχει φρύδια λεπτά και καμπυλωτά: Μόλις αντίκρισε τη γαϊτανοφρύδα κοπέλα έχασε το μυαλό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαϊτανοφρύδης — α και γαϊτανοφρυδούσα, δικο εκείνος που έχει φρύδια κανονικά και λεπτά σαν γαϊτάνι … Dictionary of Greek
γαϊτανοφρυδάτος — ο (θηλ. γαϊτανοφρυδάτη, η) ο γαϊτανοφρύδης* … Dictionary of Greek